βαρύλυπος

βαρύλυπος
-η, -ο (Α βαρύλυπος, -ον)
βαριά λυπημένος, περίλυπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

  • λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 …   Dictionary of Greek

  • Χρηστομάνος, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1867 – 1911). Έλληνας λογοτέχνης και θεατρικός σκηνοθέτης. Φοίτησε για ένα διάστημα στην ιατρική σχολή της Αθήνας και ύστερα στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Βιέννης (1888). Από μια παράξενη συγκυρία έγινε δάσκαλος της ελληνικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”